- τιτίς
- τῑτίς, ίδος, ἡ,A a small chirping bird, Phot.II pudendum muliebre, Id.III full-sized bath-tub, Alex.Trall.8.2, prob. cj. in Febr.2 (τίναν and τιτάδα codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιτίς — a small chirping bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτίς — ίδος, ἡ, ΜΑ 1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει 2. το γυναικείο αιδοίο 3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο μσν. (κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω*] … Dictionary of Greek
τιτίδας — τιτίς a small chirping bird fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)